- επισφηνώ
- ἐπισφηνῶ, -όω (Α) [επίσφηνος]σφηνώνω κάτι κάπου, πωματίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επισφήνωσις — ἐπισφήνωσις, ἡ (Α) 1. το αποτέλεσμα τού επισφηνώ*, η έμφραξη 2. η απόφραξη, εμπόδιο σε δύσκολο τοκετό … Dictionary of Greek